σεσιδηρωμένη

σεσιδηρωμένη
σιδηρόω
overlay with iron
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιδηρώνω — σιδηρῶ, όω, ΝΜΑ [σίδηρος] (ενεργ. και παθ.) επικαλύπτω, περιβάλλω με σίδηρο («ἅμαξα σεσιδηρωμένη», πάπ.) νεοελλ. μσν. (η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ σιδηρούμενοι μοναχοί τού 11ου και τού 12ου αιώνα οι οποίοι υπέβαλλαν τους εαυτούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”